Με αφορμή την ειδική σειρά γραμματοσήμων αφιερωμένη στην ελληνική γαστρονομία, που κυκλοφόρησε από τα ΕΛΤΑ στα τέλη Ιουλίου, άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση.
Με αφορμή την ειδική σειρά γραμματοσήμων αφιερωμένη στην ελληνική γαστρονομία, που κυκλοφόρησε από τα ΕΛΤΑ στα τέλη Ιουλίου, άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση.
Το ότι ο χώρος της εστίασης υποφέρει είναι γνωστό. Οι επιχειρηματίες βρίσκονται στη δίνη της πανδημίας. Αν γίνει νέο lockdown, ακόμη και ολιγοήμερο, για κάποια μαγαζιά θα αποτελέσει τη χαριστική βολή.
«Εγώ ζω σε φούσκα από την αρχή της πανδημίας. Προχθές μου πρότειναν να βγούμε για φαγητό, αλλά στην παρέα θα ήταν και ένα άτομο εκτός της φούσκας μου. Αρνήθηκα ευγενικά», μου λέει γελώντας η Λ.
Τι είναι ελληνική γαστρονομία; Ποιες είναι οι πηγές της, ποια η πορεία της στον χρόνο και ποιο το μέλλον της στον 21ο αιώνα; Πώς μιλάμε σήμερα για την ελληνική γαστρονομία και κυρίως πώς τη συστήνουμε σε όσους δεν έχουν ιδιαίτερες γνώσεις γύρω από αυτήν;
Είναι ο κορωνοϊός ένα καμπανάκι για την ανθρώπινη δραστηριότητα και αλαζονεία; Η πλειοψηφία των επιστημόνων απαντάει ακαριαία, χωρίς δεύτερη σκέψη, με ένα ηχηρό «ναι».
Εκλεισε η Pizza Hut, «θρήνος» στα σόσιαλ μίντια. Την αποχαιρέτησαν με πόνο ακόμη και άνθρωποι που είχαν να την επισκεφθούν χρόνια. Πολλά χρόνια. Κάποιοι μπορεί και να μη γνώριζαν ότι ακόμη η αλυσίδα λειτουργούσε στην Ελλάδα.
Η πτώση του τζίρου για την εστίαση στην Ελλάδα είναι δραματική. Ο χώρος γονατίζει και βρίσκεται αντιμέτωπος με μια πρωτοφανή κρίση, τη στιγμή μάλιστα που ανέμενε να ζήσει μία από τις καλύτερες χρονιές του, μια χρονιά απογειωτική όπως υποσχόταν ο τουρισμός. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, στις τουριστικές περιοχές η πτώση στον τζίρο βρίσκεται κοντά στο 80% και στα αστικά κέντρα κυμαίνεται γύρω στο 60%.
Η αλήθεια είναι ότι πριν από τον εγκλεισμό μας εξαιτίας της COVID-19 δεν είχα παρατηρήσει αν συνέβαινε ή όχι. Η πρώτη φορά που τράβηξε την προσοχή μου ήταν ένα ηλιόλουστο μεσημέρι την περίοδο της καραντίνας.
Θυμάμαι την πρώτη του βουτιά. Θυμάμαι την ένταση με την οποία μού είχε αποτυπωθεί η εικόνα. Είχε ανεβεί σε έναν ψηλό βράχο στην άκρη της παραλίας, έκανε ένα βήμα πίσω, πήρε φόρα και εκτέλεσε την «πτήση» άψογα με το σώμα του απόλυτα ευθυγραμμισμένο μέχρι που χάθηκε στο νερό.
«Οχι λιγότεροι από τις Χάριτες και όχι περισσότεροι από τις Μούσες. Ιδού ο κλασικός κανόνας που ορίζει τον ελάχιστο και τον μέγιστο επιτρεπτό αριθμό συνδαιτυμόνων σ’ ένα γεύμα γαστρονομικών αξιώσεων».
Το προηγούμενο διάστημα παρακολουθήσαμε ρεπορτάζ για την επανεκκίνηση του τουρισμού την 1η Ιουλίου, ημέρα που άρχισαν να προσγειώνονται τσάρτερ στα αεροδρόμια της χώρας.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ηταν η Μυρτώ. «Μπορείς να μου πεις τη συνταγή για καγιανά, να τη γράψω, να μου την κάνει η μαμά;», είπε η φωνούλα. Ξεκίνησα να της μεταφέρω τη συνταγή βήμα βήμα, όσο πιο απλά γινόταν, με τσιρ τσιρ και τσικ. Ακουγε πολύ προσεκτικά και έκανε και διευκρινιστικές ερωτήσεις: «Οταν λες ένα τσικ ζάχαρη, τι εννοείς;».
H Πλάκα ήταν έρημη, πολλά μαγαζιά παραμένουν κλειστά, ένα ζευγάρι ξένων επισκεπτών γύρω στα 25-30 εμφανίστηκε να περπατάει χεράκι-χεράκι και η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη όταν τους είδα που συγκρατήθηκα να μην τους πιάσω συζήτηση, «καλώς ορίσατε», «πώς είστε», «πώς από δω», θα με περνούσαν για τρελή…
«Πορευόμαστε όλοι μαζί στον δρόμο της ανάπτυξης, παρά τη μεγάλη οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα μας αλλά και η παγκόσμια οικονομία. Πιστεύουμε ότι θα βγούμε ακόμη δυνατότεροι ως εταιρεία και ως χώρα». Αυτά έλεγε μεταξύ άλλων ο Κωνσταντίνος Μαλαματίνας, πρόεδρος της γνωστής οινοποιίας, τον Οκτώβριο του 2010 στη γιορτή για τα 115 χρόνια της ιστορικής εταιρείας.
«Αισθάνομαι σαν να με σερβίρουν οι απαγωγείς μου», σχολίασε μια φίλη. Πέμπτη βράδυ σε εστιατόριο του κέντρου, όλα είναι παράξενα και πρωτοφανή. Οι σερβιτόροι με μαύρες μάσκες και γάντια, η επικοινωνία με «παράσιτα», αντί για χορτόπιτα καταλαβαίνεις κρεατόπιτα έτσι όπως ακούγεται αλλοιωμένη η φωνή πίσω απ’ τη μάσκα, χρειάζεσαι λίγο χρόνο και ίσως ένα ποτήρι κρασί για να χαλαρώσεις κάπως και να νιώσεις ότι περνάς καλά.
Σε τηλεφωνική έρευνα που έγινε στις αρχές Απριλίου σε πανελλαδικό δείγμα 805 ατόμων, στην ερώτηση «όταν με το καλό λήξει η εφαρμογή των μέτρων, τι είναι αυτό που θα κάνετε πρώτο από όλα», το 32% απάντησε πως θα βγει έξω για καφέ ή φαγητό.